Το WordReference δεν έχει τη δυνατότητα να μεταφράσει αυτή τη φράση, μπορείτε όμως να κάνετε κλικ σε κάθε λέξη για να δείτε τη σημασία της:

ever less


Η φράση που αναζητήσατε δεν βρέθηκε.
Η εγγραφή για τον όρο ever παρατίθεται στη συνέχεια.

Δείτε επίσης: less

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
ever adv (at any time)ποτέ επίρ
Σχόλιο: Χρονικό επίρρημα.
 Have you ever been to New York?
 Έχεις πάει ποτέ στη Νέα Υόρκη;
ever adv (of all time, in history)ποτέ επίρ
 The Beatles were one of the most successful bands ever.
 Οι Μπιτλς ήταν ένα από τα πιο επιτυχημένα συγκροτήματα που υπήρξαν ποτέ.
ever adv (emphatic: never) (εμφατικός τύπος)μα ποτέ έκφρ
  (καθομιλουμένη, προφορικό)ποτέ των ποτών έκφρ
  ποτέ μου
 I have never, ever, been to Paris.
 Δεν έχω πάει ποτέ, μα ποτέ, στο Παρίσι.
 Αυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Δεν έχω πει ψέματα ποτέ των ποτών.
 Αυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Δεν έχω πει ποτέ μου ψέματα.
ever adv informal (emphatic) (εμφατικός τύπος, καθομ)Αν... λέει! έκφρ
  ου! επιφ
 Did the audience like her? Did they ever!
 Άρεσε στο κοινό; Αν άρεσε λέει!
 Άρεσε στο κοινό; Ου!
ever adv UK, informal (with such, so: very)τόσο επίρ
 He's ever so clever.
 Είναι τόσο έξυπνος!
ever adv literary (always)πάντα επίρ
 They were ever mournful of that tragic day.
 Αισθάνονταν πάντα λύπη για αυτή την τραγική μέρα.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Σύνθετοι τύποι:
ΑγγλικάΕλληνικά
as ever adv (as is always the case)ως συνήθως, όπως πάντα επίρ
 As ever, I didn't understand a word of what he was saying.
 The bus was late, as ever!
 Δεν κατάλαβα ούτε μια λέξη από όσα έλεγε, όπως πάντα. // Το λεωφορείο καθυστέρησε, ως συνήθως!
as ever,
as ... as ever
adv
(as is always the case)όσο πάντα, όσο πάντοτε φρ ως επίρ
 I saw that comedian live recently and he was funny as ever.
 Είδα πρόσφατα ζωντανά τον κωμικό και ήταν το ίδιο αστείος όσο πάντα.
better than ever adj (improved, even greater than before)καλύτερα από κάθε άλλη φορά, καλύτερα από ποτέ περίφρ
  καλύτερος από ποτέ, καλύτερος από κάθε άλλη φορά περίφρ
 I was sad yesterday, but now I'm better than ever.
 Χθες ήμουν λυπημένος αλλά τώρα είμαι καλύτερα από κάθε άλλη φορά.
Did you ever! interj US (I am astonished)Τι λες!, Τι μου λες!, Τι λες τώρα!, Τι είπες τώρα επιφ
ever again adv (at any point in the future)ποτέ ξανά έκφρ
 I'm sure he won't dare do such a thing ever again.
ever before adv (at any point previously)ποτέ ξανά, ποτέ πριν έκφρ
 Women are choosing to stay single more than ever before.
ever changing,
ever-changing
adj
(variable)που αλλάζει διαρκώς επίθ
Σχόλιο: hyphen used when term is an adj before a noun
 Online news sites enable us to keep up with our ever-changing world.
ever more adv (increasingly)όλο και περισσότερο, όλο και πιο φρ ως επίρ
  ολοένα και περισσότερο, ολοένα και πιο φρ ως επίρ
 The situation was becoming ever more serious as war spread across the country.
ever since conj (for entire time after)από τότε που έκφρ
 Ever since she met Dave, she's given up on her other friends.
 Από τότε που γνώρισε τον Ντέιβ παράτησε τους άλλους φίλους της.
ever since adv (since then)από τότε φρ ως επίρ
  έκτοτε επίρ
 His wife died a couple of years ago, and he's been depressed ever since.
 Η γυναίκα πέθανε πριν από δύο χρόνια κι έκτοτε έχει πέσει σε κατάθλιψη.
ever so adv dated (emphatic: very)πάρα πολύ φρ ως επίρ
  τόσο επίρ
 She was ever so lovely!
ever-expanding adj (constantly becoming larger)διαρκώς επεκτεινόμενος, διαρκώς διευρυνόμενος φρ ως επίθ
  που μεγαλώνει ολοένα και περισσότερο περίφρ
ever-growing adj (increasing, expanding)συνεχώς αυξανόμενος περίφρ
  ολοένα αυξανόμενος περίφρ
  όλο και μεγαλύτερος περίφρ
ever-increasing adj (constantly growing)ολοένα αυξανόμενος περίφρ
  συνεχώς αυξανόμενος περίφρ
  όλο και μεγαλύτερος περίφρ
ever-present adj (always existing)που υπάρχει πάντα περίφρ
  παντοτινός επίθ
  πανταχού παρόν φρ ως επίθ
first-ever adj (for the first time)πρώτος επίθ
  που συμβαίνει για πρώτη φορά περίφρ
for ever and ever adv (for eternity)για πάντα φρ ως επίρ
  παντοτινά επίρ
  (επίσημο)αιώνια, εσαεί επίρ
 Charles promised to love Lucy for ever and ever.
forever and ever expr (for all time)για πάντα φρ ως επίρ
  (εμφατικός τύπος)μέχρι να πεθάνω έκφρ
 I will remember this day forever and ever.
happily ever after adv (fairytale ending)και έζησαν αυτοί καλά και εμείς καλύτερα έκφρ
 Cinderella married her Prince Charming and they both lived happily ever after.
 Η Σταχτοπούτα παντρεύτηκε τον πρίγκιπά της και έζησαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα.
happily ever after,
happy ever after
adv
(happy outcome)τέλος καλό όλα καλά έκφρ
  και ζήσαν αυτοί καλά και εμείς καλύτερα έκφρ
 The lost cat was found in the attic and the family lived happily ever after.
hardly ever adv (rarely)σχεδόν ποτέ περίφρ
 I hardly ever drink in the morning.
 Δεν πίνω σχεδόν ποτέ το πρωί.
if ever conj (should it ever occur that)αν ποτέ έκφρ
 Pop by if ever you feel like a chat.
if ever adv (even never)ίσως και ποτέ έκφρ
  ίσως και καθόλου έκφρ
 This method is rarely, if ever, employed today.
 Αυτή η μέθοδος εφαρμόζεται σπάνια στις μέρες μας, ίσως και καθόλου.
more than ever adv (to the greatest extent so far)περισσότερο από ποτέ φρ ως επίρ
 Your adventure stories make me want to travel more than ever.
 After spending the weekend with him I like him more than ever.
 Οι ιστορίες από τις περιπέτειές σου με κάνουν να θέλω να ταξιδέψω περισσότερο από ποτέ. // Αφού πέρασα το Σαββατοκύριακο μαζί του μου αρέσει περισσότερο από ποτέ.
never ever adv informal (not ever)ποτέ, ποτέ ξανά επίρ
 I shall never ever forget you.
scarcely ever adv (almost never, seldom)σχεδόν ποτέ φρ ως επίρ
 After being mugged twice Miriam scarcely ever left the house.
seldom if ever,
seldom,
if ever
adv
(never or almost never)σπάνια... και αν έκφρ
 I seldom, if ever, have time to relax and read a book.
 Σπάνια βρίσκω χρόνο να ξεκουραστώ και να διαβάσω ένα βιβλίο, και αν.
whyever,
why ever
adv
(emphatic: why)γιατί σύνδ
  (εμφατικός τύπος)γιατί στο καλό έκφρ
Σχόλιο: Why ever is the form usually preferred.
 Why ever would anyone choose to live here? It's so remote!
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση ever less στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «ever less».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!